καθρέφτης

καθρέφτης
ο
1) зеркало;

κυττάζομαι ( — или βλέπω) στον καθρέφτη — смотреться в зеркало;

2) отражение, отображение;

τα μάτια του είναι καθρέφτης της καλοσύνης τού — его глаза выражают доброту


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καθρέφτης" в других словарях:

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — ο γυάλινη επιφάνεια που αντανακλά τα πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονται μπροστά της: Έφυγα από το σπίτι χωρίς να κοιταχτώ στον καθρέφτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτάκι — το (υποκορ. τού καθρέφτης) μικρός καθρέφτης …   Dictionary of Greek

  • μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτάκι — το υποκορ. του καθρέφτης μικρός καθρέφτης: Κάθε κυρία έχει και ένα καθρεφτάκι μέσα στην τσάντα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • Yannis Yfantis — (born 1949 in Raina in the Etoloakarnania prefecture in Greece) is a Greek poet who is awarded with the Cavafy Award. He was born in 1949 in Raina in the Etoloakarnania prefecture near Agrinio. He was presented to the Thessaloniki Public… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»